20 Μαΐ 2012

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 20, 2012)

Εκτυπώστε την ανάρτηση!


Επαμφοτερίζω ρ. αμετβ. [μόνο σε ενεστ. κ παρατ.: μτχ. επαμφοτερίζων, - ούσα, -ον]
1. κλίνω άλλοτε προς το ένα και άλλοτε προς το άλλο μέρος, αμφιταλαντεύομαι: επαμφοτερίζουσα στάση || η επαμφοτερίζουσα πολιτική μιας κυβέρνησης.
2. (μτφ) (α) επιδέχομαι διπλή ερμηνεία, είμαι διφορούμενος (β) (για λέξεις) έχω δυο τύπους
3. εμφανίζω δυο αντίθετες ιδιότητες, άλλοτε τη μια και άλλοτε την άλλη, ανάλογα με τις συνθήκες: επαμφοτερίζον χημικό στοιχείο (με ιδιότητες μετάλλων και αμετάλλων) || επαμφοτερίζουσα ουσία (με ιδιότητα οξέος ή βάσεως)
4. (η μτχ. ως ουσ.) (ειρων. για πρόσωπο) επαμφοτερίζων (ο) ο αμφιφυλόφιλος. - επαφμοτερισμός (ο) [μτγν.].
[ΕΤΥΜ. αρχ. π(ι) + -αμφοτερίζω < μφότεροι (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 638

Δεν υπάρχουν σχόλια: